εμμέτρωπας

εμμέτρωπας
και εμμέτρωψ, ο
ο οφθαλμός ανθρώπου που βλέπει φυσιολογικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμμέτρωπας — ο αυτός που έχει εμμετρωπία (βλ. λ.), που βλέπει φυσιολογικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”